μαρμίτα, η [ma’rmita]: το χρήμα: ‘Έδειξε τη μαρμίτα του για να μας κάνει τον αφέντη’. [ ιταλ. marmitta ‘είδος μεταλλικού σκεύους, η χύτρα’ < γαλλ. marmite].
μαρμίτα, η [ma’rmita]
από
Ετικέτες:
μαρμίτα, η [ma’rmita]: το χρήμα: ‘Έδειξε τη μαρμίτα του για να μας κάνει τον αφέντη’. [ ιταλ. marmitta ‘είδος μεταλλικού σκεύους, η χύτρα’ < γαλλ. marmite].
από
Ετικέτες: