μαρίδα, η [ma’riða]: (μτφ.) πολυμελής ομάδα μικρών παιδιών: ‘Πίσω από το γύφτο με την αρκούδα ακολουθούσε η μαρίδα της γειτονιάς με φωνές και χιουχαΐσματα’. [αρχ. σμαρίς, αιτ. -ίδα με αποβ. του [z] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. & την αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-zm > tizm > tis-m] · μαρίδ(α) -ούλα· μαρίδ(α) -ίτσα].
μαρίδα, η [ma’riða]
από
Ετικέτες: