μαντζουράνα, η [mandzu’rana]

μαντζουράνα, η [mandzu’rana]: ποώδες αρωματικό φυτό που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό. [ματζ-: αντδ.(;) < βεν. mazorana ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) ίσως < λατ. amaracus, -um < αρχ. ἀμάρακος, -ον· μαντζ-: ερρινοπ. του [dz] ύστερα από φων.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από