μανέστρα, η [ma’nestra]

μανέστρα, η [ma’nestra]: είδος ζυμαρικού κομμένου σε μικρά κυβάκια: ‘Πάλι μανέστρα θα φάμε σήμερα;’. [βεν. manestra].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από