μαλαπέρδα, η [mala’perða]

μαλαπέρδα, η [mala’perða]: α. το μεγάλο πέος. β. (μειωτ.) υβριστικός χαρακτηρισμός για κπ.

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από