μαλαγανιά, η [malaγa’ɲa]

μαλαγανιά, η [malaγa’ɲa]: το καλόπιασμα. [μαλαγάν(α) -ιά < ίσως ισπαν. malagana].


Δημοσιεύτηκε

σε

από