μαλάθα, η [ma’laθa]

μαλάθα, η [ma’laθa]: κλειστή κοφίνα μέσα στην οποία αποθήκευαν το ψωμί. [μεταγν. μάλαθος ‘κάλαθος’ -α (Φ. Κουκουλ. στην Αθηνά 57, 212)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από