μαγαρισμένος [maγari’zmenos]

μαγαρισμένος, -η, -ο [maγari’zmenos]: α. ο ανήθικος. β. ο άπιστος, άθεος. [μαγαρ(ίζω) -ισμένος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από