ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
μάτσα, η [‘matsa]
μάτσα, η [‘matsa]: κομμάτι χώματος. [ιταλ. mazz(o) -α].
Δημοσιεύτηκε
9 Μαΐου, 2021
σε
Μ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΙΤΑΛΙΚΗ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ