μάρα, η [‘mara]

μάρα, η [‘mara]: μόνο στη Φράση: ‘Άρες μάρες κουκονάρες’ (ανοησίες). [ίσως μαρ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από