μάπα, η [‘mapa]: α. το λάχανο. β. το πρόσωπο: ‘Το έφαγε στην μάπα’ (για κάτι που βαρεθήκαμε). [ιταλ. (διαλεκτ.) mappa].
μάπα, η [‘mapa]
από
Ετικέτες:
μάπα, η [‘mapa]: α. το λάχανο. β. το πρόσωπο: ‘Το έφαγε στην μάπα’ (για κάτι που βαρεθήκαμε). [ιταλ. (διαλεκτ.) mappa].
από
Ετικέτες: