μάνταλο, το [‘mandalo]: ξύλινο ή μεταλλικό εξάρτημα που το χρησιμοποιούν για να κλείνουν με ασφάλεια τις πόρτες, ιδίως τις εξωτερικές, ή τα παράθυρα· (πρβ. σύρτης): ‘Τράβηξε το μάνταλο καθώς φεύγεις’. [μσν. μάνταλο < μάνταλος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· μσν. μάνταλος < ελνστ. μάνδαλος (προφ. [nd] )].
Και: https://ilialang.gr/σύρτης-ο/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o