μάνι μάνι [‘mani ‘mani]: (επίρρ.) πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά: ‘Τα πήρε μάνι μάνι κι έφυγε;. [ιταλ. φρ. mena le mani ‘κούνα τα χέρια, γρήγορα΄ με παράλειψη της ενδιάμεσης συλλαβής [le] και πλήρη εξομοίωση της πρώτης λ. προς τη δεύτερη].
μάνι μάνι [‘mani ‘mani]: (επίρρ.) πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά: ‘Τα πήρε μάνι μάνι κι έφυγε;. [ιταλ. φρ. mena le mani ‘κούνα τα χέρια, γρήγορα΄ με παράλειψη της ενδιάμεσης συλλαβής [le] και πλήρη εξομοίωση της πρώτης λ. προς τη δεύτερη].