ΔΠΗ
μάζωξη, η [‘mazoksi]: η συγκέντρωση, η συνάθροιση. [μσν. μάζωξις < μαζωκ- (μαζώνω) -σις > -ση].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: