λούτσα, η [‘lutsa]: α. κοίλωμα του εδάφους γεμάτο με νερό. β. μούσκεμα από νερό: ‘Έγινα λούτσα από τη βροχή’ [σλαβ. luža ‘λακκούβα με νερό΄ (τροπή [ž > ts] ;)].
Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
λούτσα, η [‘lutsa]: α. κοίλωμα του εδάφους γεμάτο με νερό. β. μούσκεμα από νερό: ‘Έγινα λούτσα από τη βροχή’ [σλαβ. luža ‘λακκούβα με νερό΄ (τροπή [ž > ts] ;)].
Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση