λουλουδιάζω [lulu’ðʝazo]

λουλουδιάζω [lulu’ðʝazo]: ανθώ: ‘Λουλούδιασαν οι αμυγδαλιές’. [λουλούδ(ι) + –ιάζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: