λιόκλαδο, το [‘ʎoklaðo]

λιόκλαδο, το [‘ʎoklaðo]: κλαδί ελιάς: ‘Σήκωσε τα λιόκλαδα και τα έβαλε στην φουγκαρία’ (τα έκαψε). [(ε)λι(α) –ο- κλαδ(ι) -α].


Δημοσιεύτηκε

σε

από