ΔΠΗ
λιόζουμο, το [‘ʎozumo]: το ζουμί των ελιών μαζί με το λάδι τους. [(ε)λι(α) –ο- ζουμ(ι) -ο].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: