λιμάδι, το [li’maði]

λιμάδι, το [li’maði]: α. ο πεινασμένος: ‘Έφαγε σα λιμάδι’. β. (μτφ.) ο τσιγκούνης [λίμ(α) -άδι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *