λιάσιμο, το [‘ʎasimo]

λιάσιμο, το [‘ʎasimo]: το όργωμα του χωραφιού με σκοπό να λιαστεί το χώμα και να ξεραθούν τα ζιζάνια. [λιάσ- (λιάζω) -ιμο].


Δημοσιεύτηκε

σε

από