αλησμονάω [alizmo’nao]

αλησμονάω [alizmo’nao]: ξεχνώ. [α- λησμον(ώ) -άω].

Και: https://ilialang.gr/αλλησμονάου/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: