λετόνι, το [le’toni]: όμορφη και καλοκαμωμένη ψιλή κοπέλα: ‘Είναι κορίτσαρος αυτή, σκέτο λετόνι’.
λετόνι, το [le’toni]
από
Ετικέτες:
λετόνι, το [le’toni]: όμορφη και καλοκαμωμένη ψιλή κοπέλα: ‘Είναι κορίτσαρος αυτή, σκέτο λετόνι’.
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση