λεπίδι, το [le’piði]

λεπίδι, το [le’piði]: α. το κοφτερό μαχαίρι. β. η λάμα, το κοπίδι. [ελνστ. λεπίδι(ο)ν υποκορ. του αρχ. λεπίς].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *