λειχήνα, η [li’çina]

λειχήνα, η [li’çina]: εξανθηματική δερματική πάθηση ανθρώπων και ζώων: ‘Έβγαλα μια λειχήνα στο χέρι’. [λόγ. < αρχ. λειχήν ὁ, αιτ. -ῆνα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. κατά το λειχήνα 1].


Δημοσιεύτηκε

σε

από