λειτρουγάω [litru’γao]

λειτρουγάω [litru’γao]: τελώ τη Θεία λειτουργία. [< λειτουργ(ώ) -άω].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: