λεβούρι, το [le’vuri]

λεβούρι, το [le’vuri]: το συνάχι: ‘Με έχει πιάσει ένα λεβούρι’. [ρουμ. levuri ‘είδος μυκήτων που σχετίζονται συχνά με λοιμώξεις’.


Δημοσιεύτηκε

σε

από