λεβιθιάρικο, το [levi’θʝariko]: το ζώο που έχει λεβίθες (σκουλήκι), το αδύνατο, το ωχρό. [λεβίθ(ι) ‘σκουλήκι ζώου’ -ιάρικο].
λεβιθιάρικο, το [levi’θʝariko]
από
Ετικέτες:
λεβιθιάρικο, το [levi’θʝariko]: το ζώο που έχει λεβίθες (σκουλήκι), το αδύνατο, το ωχρό. [λεβίθ(ι) ‘σκουλήκι ζώου’ -ιάρικο].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση