λαύρα, η [‘lavra]: η πολύ ζέστη. [λάβ-: μσν. λάβρα < αρχ. επίθ. λάβρ(ος) -α· λαύ-: σφαλερή γραφή που βασίζεται σε ελνστ. χγφ.].
λαύρα, η [‘lavra]
από
Ετικέτες:
λαύρα, η [‘lavra]: η πολύ ζέστη. [λάβ-: μσν. λάβρα < αρχ. επίθ. λάβρ(ος) -α· λαύ-: σφαλερή γραφή που βασίζεται σε ελνστ. χγφ.].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση