λαχτάρα, η [la’xtara]

λαχτάρα, η [la’xtara]: α. ο απότομος φόβος, έντονη ανησυχία. β. αγάπη μου, στην έκφραση: ‘Αχ λαχτάρα μου’ [μσν. λακτάρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < *λάκτ(α) -άρα κατά το τρομάρα < λακτ(ίζω)(μτφ. για την καρδιά) (αναδρ. σχημ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *