λαλημένος [lali’menos]

λαλημένος, -η, -ο [lali’menos]: ο τρελαμένος. [λαλ(άω) -ημένος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *