λακριντί, το [lakri’di]: κουτσομπολιό: ‘Μας είδε και μας έπιασε κατευθείαν στο λακριντί’. [τουρκ. lâkırdı ‘λόγια, κουβέντες’].
λακριντί, το [lakri’di]
από
Ετικέτες:
λακριντί, το [lakri’di]: κουτσομπολιό: ‘Μας είδε και μας έπιασε κατευθείαν στο λακριντί’. [τουρκ. lâkırdı ‘λόγια, κουβέντες’].
από
Ετικέτες: