λαθούρι, το [la’θuri]

λαθούρι, το [la’θuri]: είδος φυτού. [μσν. λαθούριν υποκορ. του αρχ. λάθ(υρος) -ούριν].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *