λαήνα, η [la’ina]

λαήνα, η [la’ina]: πήλινο δοχείο για υγρά και τρόφιμα [αντδ. < μσν. λαγήνα < λατ. lῶgaena ( [lá-] ), lagena ( [-gé-] ) < αρχ. λάγυνος (πρβ. ελνστ. λάγηνος < λατ. lagena ( [-gé-] ))· αποβ. του μεσοφ. [j] ] · λαήνα. (Μηνάς 1978: 44, Δαγκ.· κατά Ανδρίτσαινα < λατ. lagena <αρχ. ουσ. λάγυνος)].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *