λέχρα, η [‘lexra]: α. η βρομιά. β. άνθρωπος χωρίς ενδοιασμούς: ‘Αυτός είναι μεγάλη λέχρα (είναι παλιάνθρωπος) [αρχ. λέχρ(ιος) ‘λοξός –α].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
λέχρα, η [‘lexra]: α. η βρομιά. β. άνθρωπος χωρίς ενδοιασμούς: ‘Αυτός είναι μεγάλη λέχρα (είναι παλιάνθρωπος) [αρχ. λέχρ(ιος) ‘λοξός –α].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: