λάμια, η [‘lamɲa]

λάμια, η [‘lamɲa]: α. νεράιδα: ‘Η γιαγιά λέει ιστορίες με λάμιες στα μικρά!’. β. στρίγγλα, στριμμένη [αρχ. λάμια ‘μπαμπούλας΄].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *