λάμα, το [‘lama]

λάμα, το [‘lama]: νερό με πίτουρο ή αραποσιτάλευρο για το πότισμα των ζώων, κυρίως των γουρονιών ή το ξέπλυμα των κατσαρολικών.

Και: https://ilialang.gr/πλύμα-το/

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από