λάγιος, ο [‘lajos]

λάγιος, -α, -ο [‘lajos]: γκρίζος, με μαύρο τρίχωμα, κυρίως για πρόβατα: ‘Λάγιο αρνί’. [βλάχ. lai(ŭ) ‘μαύρος’ -ος].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *