κόφτρα, η [‘koftra]

κόφτρα, η [‘koftra]: α. μεγάλο πριόνι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο χονδρών κορμών ξύλου. β. το σημείο που αλλάζει τη ροή σε ένα αυλάκι. [κόβω -φτρα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *