κόφα, η [‘kofa]

κόφα, η [‘kofa]: μεγάλο και φαρδύ κοφίνι χωρίς χερούλια. [μσν. κόφα αντδ. < ιταλ. coffa < ισπαν. cofa < αραβ. quffa < αρχ. κόφινος].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από