ΔΠΗ
κόρμπος, -α, -ο [‘korbos]: ο κατάμαυρος: ‘Μια κόρμπα γίδα’.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση