κωλόπανο, το [ko’lopano]

κωλόπανο, το [ko’lopano]: το πανί με το οποίο τύλιγαν τα μωρά και το χρησιμοποιούσαν ως πάνα. [κώλ(ος) -ο- + παν(ί) -ο].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *