κωλούμπρα, η [ko’lumbra]

κωλούμπρα, η [ko’lumbra]: τα έχω χαμένα, έπεσα από τα σύννεφα: ‘Έχω πάθει κωλούμπρα!’.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *