κωλοφωτιά, η [kolofo’tça]

κωλοφωτιά, η [kolofo’tça]: α. η πυγολαμπίδα. β. ο πολύ έξυπνος: ‘Τσακάλι ο μικρός! Αρπάζει σαν κωλοφωτιά’ (είναι πολύ έξυπνος, παίρνει γρήγορα στροφές). [κώλ(ος) -ο- φωτιά].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *