κωλονούρι, το [kolo’nuri]

κωλονούρι, το [kolo’nuri]: το μέρος της ουράς. [κώλ(ος) -ο- ουρ(ά) -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *