κωλαρέντζος, ο [kola’rendzos]

κωλαρέντζος, ο [kola’rendzos]: (μτφ.) αυτός που έχει μεγάλα οπίσθια.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *