κρυγιαίνω [kri’ʝeno]

κρυγιαίνω [kri’ʝeno]: κρυώνω. [κρύ(ο) -γι- αίνω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: