κρυαδίζει [kria’ðizi]

κρυαδίζει [kria’ðizi]: αρχίζει να κάνει κρύο. [κρύ(ο) -αδίζει].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *