κριτσανάω [kritsa’nao]

κριτσανάω [kritsa’nao]: για το χαρακτηριστικά ψιλό και ξερό θόρυβο που παράγεται, όταν μασάμε κτ. πολύ ξεροψημένο. [κριτς -ανίζω].

Και: https://ilialang.gr/κριτσανίζω-kritsaɲizo/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: