ΔΠΗ
κράζω [‘krazo]: φωνάζω δυνατά ή φωνάζω κπ. να έρθει κοντά, καλώ, προσκαλώ: ‘Σούρε να κράξεις το παιδί’. [αρχ. κράζω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: