κούσαλο, το [‘kusalo]

κούσαλο, το [‘kusalo]: (μειωτ.) ο ηλικιωμένος που είναι δυσκίνητος: ‘Έχει γίνει τελείως κούσαλο!’.

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *